τάνγκα

τάνγκα
το, Ν
άκλ. (ξεν.) αποκαλυπτικό μαγιό ή εσώρουχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < tanga, λ. πορτογαλικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”